κτισματολάτρης

κτισματολάτρης
ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, -ιδος)
αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, -ατος + -λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο-λάτρης, ειδωλο-λάτρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κτισματολατρία — η (Α κτισματολατρεία) [κτισματολάτρης] η λατρεία τών δημιουργημάτων αντί τού δημιουργού τους, ειδωλολατρία …   Dictionary of Greek

  • κτισματολατρώ — κτισματολατρῶ, έω (Α) [κτισματολάτρης] λατρεύω τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, είμαι ειδωλολάτρης …   Dictionary of Greek

  • κτιστολάτρης — ο, θηλ. κτιστολάτρις (AM κτιστολάτρης, θηλ. κτιστολάτρις) νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι κτιστολάτραι αιρετικοί μονοφυσίτες τού 6ου αιώνα που υποστήριζαν ότι το άφθαρτο σώμα τού Χριστού είναι κτιστό μσν. αρχ. κτισματολάτρης*, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”